καταλαβόντος

καταλαβόντος
καταλαμβάνω
seize
aor part act masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στοίχος — ο / στοῑχος, ΝΑ 1. ευθύγραμμη διάταξη ή παράταξη, σειρά, αράδα, γραμμή (α. «παρατάχθηκαν σε τρεις στοίχους» β. «νῆσοι κατὰ στοῑχον κείμεναι», Θουκ. γ. «ὁ πρῶτος στοῑχος τῶν ἀναβαθμῶν», Ηρόδ.) 2. (δομ.) καθεμιά από τις οριζόντιες σειρές από πέτρες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”